- πρωθυπουργικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε πρωθυπουργό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωθυπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωθυπουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωθυπουργό: Πρωθυπουργική κατοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)